Χόρευε το Ζεϊμπέκικο
σαν να έκανε Λιτανεία
σε όλους τους Μάγκες που το χόρεψαν
πριν απ αυτόν
και που τους θαύμαζε μικρός
στον καφενέ του πατέρα του
στον Πειραιά,
με τον ίδιο τρόπο
που θαύμαζε τους Αντι ~ Ήρωες του Ευριπίδη,
του Τσέχωφ και του Σαίξπηρ
και που τους έδωσε την Φωνή του,
το Σώμα του και την Ψυχή του*
Ήταν Ωραίος σαν τον Έρωτα
με ένα Σώμα Θεού
που ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά,
κι ένα Πρόσωπο που θα μπορούσε
να είναι το Πρόσωπο του Ιπόλλυτου
που έκανε την Φαίδρα να χάσει την Ζωή της
γι' αυτό*
Όσες φορές κοίταζε το Πρόσωπο του
στους Καθρέφτες του Κόσμου
ή του Κοινού,
εκείνο που έβλεπε ήταν το Πρόσωπο
του Οιδίποδα λίγο πριν αφαιρέσει τα μάτια του,
μετά την Ύβρη*
Αυτά τα υπέροχα πράσινα μάτια*
Θνητότητα και Ύβρις
πάνε μαζί*
Το ότι αποκτούμε Σώμα,
είναι από μόνο του
μια Ύβρις*
Ποιά ήταν η δική του;
Τα Τόσα Δώρα που του Είχαν
προσφέρει οι Θεοί;
Τα μυριάδες ταλέντα που του χάρισαν;
Μπορεί άραγε
ένας Άνθρωπος ~ Διαλεκτός των Θεών
να λυγίσει κάτω από το Βάρος
τόσης Εκλεκτοσύνης;
Να λυγίσει κάτω από το Βάρος
της Ευθύνης να είναι Θεός
όντας γεννημένος Άνθρωπος;
Να λυγίσει κάτω από το Βάρος
μιας Μοίρας που τον Θέλει να είναι Αμόλυντος
και Άχραντος
Ψυχή τε και Σώματι
για να διδάξει στους άλλους ανθρώπους
την ''Μίμηση Πράξεως Σπουδαίας και Τελείας'';
Να θυσιάσει την δική του τελειότητα
σε βαθμό που να πάει στο άλλο άκρο
και να γίνει προσκυνητής
στον Ναό της Αυτοκαταστροφής;
Να λυγίσει κάτω από το Βάρος
του να είναι Γανυμήδης
όχι πια στους Κήπους του Ολύμπου
αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους
που ο καθένας τους,
του καθρεφτίζει και μια μορφή,
που δεν είναι σίγουρο ότι θέλει να την δει;
*
Γεννήθηκε Θεός
για να παίξει ρόλους Θνητών
σε μια Μίμηση Σπουδαία και Τέλεια*
Ο Οιδίπους είχε χαραχτεί στην Ψυχή του
ακόμα κι όταν έπαιζε τον Θύμιο στην Αστέρω
ή τον Όμορφο Καθηγητή
στο Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο*
Σαν Άγαλμα Εφήβου Κούρου Θεϊκού
βγαλμένο
από τη Σκηνή μιας Τραγωδίας
που δεν άντεχε τόση Απολλώνια Ομορφιά,
ο ίδιος πήρε να γκρεμίζει και να
σμιλεύει απ' την αρχή
το μάρμαρο του,
αυτό το μάρμαρο της Ύπαρξης του,
που σαν Ξεπεσμένος Θεός
θέλησε ν' απαρνηθεί*
Να απαρνηθεί την Άσπιλη Θεότητα του
και να γίνει πιο Θνητός κι απ' τους Θνητούς*
Για να γίνει Ηθοποιός
και να παίξει καλά τους Ήρωες*
Και τους Τραγικούς Ανθρώπους*
Γιατί τίποτα δεν θα είχε ενδιαφέρον
σε καμιά Τέχνη
σε κανέναν Παράδεισο
σε καμιά Ευτοπία
σε κανένα Έργο Απολλώνιο
ή Διονυσιακό
σε καμιά Ζωή,
αν δεν έφερε μέσα του
τον Σπόρο Αυτόν της Επίγνωσης
του Θανάτου*
Της Επίγνωσης
πως η Ζωή είναι μια Πορεία Θανάτου*
Κι αυτό μόνο οι Θνητοί το Ξέρουν Καλά*
Γι΄αυτό οι Θνητοί Άνθρωποι,
είναι αυτοί που γίνονται Ήρωες*
Παρόλες τις Πληγές
Παρόλη την Φθορά
Παρόλη την Ύβρη
Παρόλη την Παράβαση του Μέτρου
Έρχεται πάντα η Κάθαρση
Έρχεται πάντα ο Εξαγνισμός*
Και το Άγιο Δισκοπότηρο*
*
Πάντα στο Φως
Αγαπημένε Δημήτρη
που κανείς δεν χόρεψε το Ζεϊμπέκικο
όπως εσύ,
κανείς δεν ήταν τόσο αναρχικός όσο εσύ,
κανείς δεν έπαιξε τον Θείο Βάνια όπως εσύ,
κανείς δεν ήταν τόσο Οιδίποδας όσο εσύ,
κανείς δεν τραγούδησε όπως εσύ,
κανείς δεν περιφρόνησε την ομορφιά του
όσο εσύ*
Η Ζωή σου όλη μια Ελεγεία στην Αρχή
και το Τέλος της Ανθρώπινης
Ρευστής Ύπαρξης*
Ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Πλούτωνα*
Και στην Ομορφιά*
Αυτήν την Ομορφιά που πάντα θα γεμίζει
την Οθόνη και πάντα θα περισσεύει
και θα δραπετεύει κι έξω απ' αυτήν*
Και σ' αυτόν τον Διονυσιακό Χορό*
Τον Χορό των Ζεϊμπέκηδων*
Δηλαδή τον Χορό του Παντοδύναμου Κορύβαντα*
Του Δισυπόστατου αυτού Θεού,
που γινόταν Δράκος όποτε ήθελε,
για να παύει
από τους ανθρώπους,
όπως λέει ο Ορφικός Ύμνος,
''την φαντασίωση,
αυτήν την παράδοξη
ανάγκη της Ψυχής''.
(Εις Μνήμην των Γενεθλίων
του Δημήτρη Παπαμιχαήλ
που τόσο μας έχει εμπνεύσει
η Ύπαρξη Του*)
Με Αγάπη*
Αριάνα Παπακώστα*